- συναποβάλλω
- ΜΑ1. αποβάλλω κάτι συγχρόνως2. (κατ' επέκτ.) απορρίπτω, αρνούμαι κάτι συγχρόνως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναπεκδύω — ΜΑ συναποβάλλω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπεκδύομαι «βγάζω τα ρούχα, γδύνομαι»] … Dictionary of Greek
συναπολούομαι — Μ συναποβάλλω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπολούω «ξεπλένω, καθαρίζω»] … Dictionary of Greek
συναπόβλητος — ον, Α [συναποβάλλω] αυτός που πρέπει να αποβληθεί μαζί με άλλον … Dictionary of Greek
συνεκδύομαι — ΜΑ εξέρχομαι μαζί με κάποιον ή συγχρόνως αρχ. (ιδίως σχετικά με ένδυμα) βγάζω μαζί ή συγχρόνως συναποβάλλω* («τῷ χιτῶνι συνεκδύεσθαι τὴν αἰδῶ τὰς γυναῑκας», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκδύω «εξέρχομαι, γδύνω»] … Dictionary of Greek